- ἐπευφήμησεν
- ἐπευφημέωassent with a shout of applauseaor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἐπευφημέωassent with a shout of applauseaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επευφημώ — (AM ἐπευφημῶ, έω) μσν. νεοελλ. εκφράζω με ζητωκραυγές επιδοκιμασία ή αφοσίωση αρχ. μσν. 1. επιδοκιμάζω θορυβωδώς, δίνω τη συγκατάθεσή μου («ἔνθ ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ αἰδεῑσθαι θ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.) 2. εγκωμιάζω, εξυμνώ αρχ. 1. εύχομαι… … Dictionary of Greek